Κρόνιος

Κρόνιος
Κρόνῐος
a son of Kronos Zeus,

ὦ Κρόνιε παῖ Ῥέας O. 2.12

πατρί τε Κρονίῳ τιμάεντι fr. 140a. 64 (38). Pelops, ἐν βάσσαις Κρονίου Πέλοπος (v. Σ ad loc., & Πα. 22: Pelops was descended from a daughter of Pelops, but v. b infra) O. 3.23 ]

Κρονίου Πέλοπος[ Pae. 22.7

Poseidon,

Ποσειδάωνι Κρονίῳ O. 6.29

b of Kronos referring to the hill of Kronos at Olympia.

Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον τιμῶν τ' Ἀλφεὸν O. 5.17

Κρόνιον παρ' ὄχθον O. 9.3

pro subs.,

παρ' εὐδείελον ἐλθὼν Κρόνιον O. 1.111

ἵκοντο δ' ὑψηλοῖο πέτραν ἀλίβατον Κρονίου O. 6.64

Κρονίου πὰρ τεμένει N. 6.61

c fragg. ]Κρόνιον δῶμ' ἀγλαο[ Πα. 7C. a. 6.

Κρον[ Pae. 6.68


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Κρόνιος — of Cronos masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρόνιος — I Προσωνυμία του Δία κατά την αρχαιότητα, που σχετίζεται με το όνομα του πατέρα του, του Κρόνου. Ο Δίας αποκαλείτο επίσης Κρονίδης. Κ. ονομαζόταν και ένας μήνας του ιωνικού μηνολογίου, περισσότερο γνωστός ως Κρονιών (βλ. λ. Κρόνια). II (2ος αι. π …   Dictionary of Greek

  • Κρόνιος στίχος — (Saturnius versus). Ο εθνικός στίχος των Ρωμαίων, σύμφωνα με την παλαιά λατινική μετρική. Απαρτίζεται από δύο τριποδίες, η πρώτη ιαμβική και η δεύτερη τροχαϊκή. Συχνά, στον ίδιο στίχο δύο ή περισσότερες λέξεις αρχίζουν από το ίδιο γράμμα ή από τα …   Dictionary of Greek

  • Κρονίως — Κρόνιος of Cronos adverbial Κρόνιος of Cronos masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρόνιον — Κρόνιος of Cronos masc acc sg Κρόνιος of Cronos neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Кроний — (Κρονιος) платоник II в. по Р. Хр.; учил, между прочим, что зло происходит от соединения души с материей …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Κρονίη — Κρόνιος of Cronos fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρονίην — Κρόνιος of Cronos fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρονίης — Κρόνιος of Cronos fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρονίοιο — Κρόνιος of Cronos masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρονίου — Κρόνιος of Cronos masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”